17:00 – 18:30

10η ΣΥΝΕΔΡΙΑ  ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ – ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΦΥΤΩΝ και ΖΩΩΝ

Αίθουσα «Συνεδρίων» (2ος όροφος)

Προεδρείο: Οικονόμου-Αμίλλη Α., Ε. Βαλάκος

17:00 – 17:15

Αβραμάκη E., Ι. Θεριός και Α. Οικονόμου

Τμήμα Γεωπονίας, ΑΠΘ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ ΤΟΥ ΘΡΕΠΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΑΝΟΡΓΑΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΕ ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΒΛΑΣΤΟΥΣ ΓΑΡΔΕΝΙΑΣ

17:15 – 17:30

Τογρίδου Α., Σ. Σγαρδέλης και Ι. Παντής

Τομέας Οικολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ

ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ, ΧΩΡΟΔΙΑΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ Solanum elaeagnifolium ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

17:30 – 17:45

Κωνσταντινίδης Θ., Μ. Κούκη και Ι. Μανέτας

Εργαστήριο Φυσιολογίας Φυτών, Τομέας Βιολογίας Φυτών, Τμήμα Βιολογίας, ΠΠ

Το υδατικό έκπλυμα φύλλων του Epilobium angustifolium παρουσιάζει ισχυρή αλληλοπαθητική δράση, ιδιαίτερα έναντι των γειτονικών φυτών

17:45 – 18:00

Σαββίδης1 Θ., Σ. Δαφνής και Ε. Weryzo-Chmielewska2

1Τομέας Βοτανικής, ΑΠΘ. 2Katedra Botaniki, Akademia Polnicza, PL-20950 Lublin, Poland

Το μαστιχόδενδρο της Χίου (Pistacia lentiscus var. Chia). Ανατομία και εκκριτική δραστηριότητα των ρητινοφόρων αγωγών

18:00 – 18:15

Μονοκρούσος1 Ν.,  Δ. Χάλκος1, Γ. Καρρής1,

Ε. Παπαθεοδώρου1, Μ. Αργυροπούλου2, Γ.Π. Στάμου1

και Ι. Διαμαντόπουλος1

1Τομέας Οικολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ, 2Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ

ΒΙΟΧΗΜΙΚΑ ΕΔΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΕ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΗ ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΑΕΙΦΥΛΛΩΝ

18:15 – 18:30

Βαλάκου1 Π.Δ. και Σ.Δ. Βαλάκος2

13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Χίος, 2Τομέας Φυσιολογίας Ζώων & Ανθρώπου, Τμήμα Βιολογίας, ΕΚΠΑ

Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΛΥΧΝΑΡΙΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ ΤΟΥ ΘΡΕΠΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΑΝΟΡΓΑΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΕ ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΒΛΑΣΤΟΥΣ ΓΑΡΔΕΝΙΑΣ

 

Αβραμάκη E., Ι. Θεριός και Α. Οικονόμου

Τμήμα Γεωπονίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο,54006 Θεσσαλονίκη

 

Το άζωτο (Ν) αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την αύξηση και ανάπτυξη των φυτών, με κύριες πηγές τα ιόντα NH4+ και ΝΟ3-. Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η επίδραση της μορφής του Ν (NH4+, ΝΟ3-, ουρία) του θρεπτικού διαλύματος στην περιεκτικότητα ορισμένων ανόργανων στοιχείων στα φύλλα και στους βλαστούς της γαρδένιας (Gardenia jasminoides Ellis). Για τις ανάγκες των πειραμάτων, τα φυτά της γαρδένιας φυτεύτηκαν σε αδρανές υλικό (περλίτης) στο σύστημα της υδροπονίας που τροφοδοτούνταν με θρεπτικό διάλυμα Johnson (Johnson κ.ά., 1957). Εφαρμόστηκαν 3 συγκεντρώσεις  Ν  (1,4 - 2,8 - 4,2 mg/l) από 3 διαφορετικές μορφές [KNO3, (NH4)2SO4, CO(NH2)2]. Έπειτα από καλλιέργεια 3 μηνών στο υδροπονικό σύστημα, ακολούθησε χημική ανάλυση των φύλλων και των βλαστών. Έγινε καύση του φυτικού υλικού σε κλίβανο 550οC, παραλαβή των δειγμάτων και μέτρηση των στοιχείων K, Ca, Mg, Zn και Mn με τη μέθοδο της σπεκτροφωτομετρίας. Δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στις συγκεντρώσεις του Ca και Zn στα φύλλα και τους βλαστούς λόγω της χορήγησης στο θρεπτικό διάλυμα διαφορετικών μορφών και ποσοτήτων Ν. Παρατηρήθηκαν, όμως, διαφορές στο Κ των φύλλων μεταξύ των μορφών του Ν. Το Mn στα φύλλα είχε την υψηλότερη συγκέντρωση όταν το Ν ήταν 2,8 mg/l, ανεξάρτητα από τη μορφή που χορηγήθηκε. Το Mg στα φύλλα  αυξήθηκε με αύξηση της συγκέντρωσης του Ν και με σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις μορφές του Ν, ενώ στο βλαστό δεν παρατηρήθηκαν διαφορές.

 


ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ, ΧΩΡΟΔΙΑΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟ-ΤΥΠΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ Solanum elaeagnifolium ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τογρίδου, Α.,  Σγαρδέλης, Σ. & Παντής, Ι.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Οικολογίας, Θυρίδα 119, 54006, Θεσσαλονίκη.

 

Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η επίδραση της αέριας ρύπανσης στην αύξηση, χωροδιάταξη και φαινοτυπική ποικιλότητα του φυτού Solanum elaeagnifolium στο αστικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Οι δειγματο-ληψίες πραγματοποιήθηκαν το 1999 σε δεκαπενθήμερη βάση. Τα άτομα του φυτού συλλέχτηκαν από την περιοχή A, στην Βιομηχανική ζώνη της Σίνδου, η οποία παρουσιάζει υψηλές συγκεντρώσεις Cu, Zn και Pb στο έδαφος και την περιοχή Β, στην περιαστική περιοχή Θέρμης, στην οποία οι συγκεντρώσεις των μετάλλων είναι χαμηλές. Η μεταβολή της βιομάζας στο χρόνο εκφράστηκε με το μοντέλο Richards. Τα αποτελέσματα της αύξησης εκφράστηκαν με τη χρήση των παραμέτρων: (α) ρυθμός απόλυτης αύξησης AGR, (β) ρυθμός σχετικής αύξησης RGR, (γ) διάρκεια φυλλικής επιφάνειας LAD, (δ) λόγος φυλλικής επιφάνειας LAR και (ε) ειδική φυλλική επιφάνεια SLA. Τέλος, για την εύρεση του προτύπου διανομής της βλάστησης στο χώρο χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Greig-Smith και για τη φαινοτυπική ποικιλότητα ο δείκτης ποικιλότητας Shannon. Τα αποτελέσματα από τη σύγκριση των δύο περιοχών έδειξαν: Η μέγιστη τιμή βιομάζας ήταν μεγαλύτερη στην περιοχή Β. Η μέγιστη τιμή του AGR ήταν ίδια και στις δύο περιοχές, ενώ του RGR ήταν υψηλότερη στην περιοχή Α. Η μέγιστη τιμή LAD, LAR και SLA ήταν υψηλότερη στην περιοχή Β. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ανάλυση Greig-Smith έδειξαν ότι στην περιοχή Α παρατηρήθηκαν συσσωματώσεις και στη μικρότερη κλίμακα του 1m2. Τέλος, η τιμή του δείκτη Shannon ήταν υψηλότερη στην περιοχή Β. Η μελέτη της αύξησης και της χωροδιάταξης του φυτού S. elaeagnifolium στις δύο περιοχές της Θεσσαλονίκης έδειξε ότι το φυτό παρουσιάζει πλαστικότητα ως προς τις στρατηγικές αύξησης και χωροδιάταξης ανάλογα με την ένταση της περιβαλλοντικής πίεσης που δέχεται, η οποία φαίνεται να του προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ειδών.


ΤΟ ΥΔΑΤΙΚΟ ΕΚΠΛΥΜΑ ΦΥΛΛΩΝ ΤΟΥ Epilobium angustifolium ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΙΣΧΥΡΗ ΑΛΛΗΛΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΓΕΙΤΟΝΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ

Κωνσταντινίδης Θ., Κούκη Μ., Μανέτας I.

Εργαστήριο Φυσιολογίας Φυτών, Τομέας Βιολογίας Φυτών, Τμήμα Βιολογίας Παν/μίου Πατρών, 26500, Ρίο, Πάτρα.

Παρατηρήσεις στο ύπαιθρο έδειξαν την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία άλλων φυτών στις συστάδες του Epilobium angustifolium, υποδεικνύοντας ότι το συγκεκριμένο είδος δημιουργεί αφιλόξενες συνθήκες στο άμεσο περιβάλλον του. Υποθέσαμε ότι η βάση του φαινομένου είναι χημική, δηλαδή ότι το Epilobium angustifolium παράγει και διασπείρει στο περιβάλλον ουσίες τοξικές για την ανάπτυξη άλλων φυτών. Πράγματι, υδατικό έκπλυμα φύλλων του φυτού αναστέλλει σημαντικά τη βλάστηση σπερμάτων και την ανάπτυξη νεαρών φυταρίων γειτονικών ειδών, ενώ οι επιδράσεις του στο μαρούλι (Lactuca sativa var. romana) είναι ασθενέστερες. Επίσης, οι επιδράσεις είναι θεαματικότερες αν ως υπόστρωμα για την ανάπτυξη των φυτών χρησιμοποιηθεί χώμα από την περιοχή ανάπτυξης του δότη. Οι επιπτώσεις στον δέκτη είναι ανάλογες της συγκέντρωσης του εκπλύματος και συνίστανται στη μερική αναστολή ή καθυστέρηση της βλάστησης των σπερμάτων και στη δημιουργία βραχέων ριζών χωρίς ριζικά τριχίδια και με απώλεια του βαρυτροπικού προσανατολισμού. Επειδή είναι βιβλιογραφικά γνωστό ότι το Epilobium angustifolium περιέχει σε μεγάλα ποσά γαλλικόν οξύ και τις αντίστοιχες γαλλοταννίνες, εξετάσαμε αν οι ουσίες αυτές περιέχονται στο υδατικό έκπλυμα και αν είναι υπεύθυνες για την αλληλοπαθητική δράση. Βρέθηκαν τα εξής : α) οι πολυμερείς γαλλοταννίνες και το μονομερές γαλλικόν οξύ αποτελούν σημαντικά συστατικά του εκπλύματος, β) προκαταρκτική κλασμάτωση με τη χρήση πολυβινυλπολυπυρρολιδόνης (PVP) και απομάκρυνση των φαινολικών (κατά συνέπεια και των ανωτέρω αναφερο-μένων) δεν ελάττωσε την τοξική δράση του εκπλύματος, γ) καθαρό γαλ-λικόν οξύ σε συγκεντρώσεις πολλαπλάσιες αυτών που ανιχνεύθηκαν στα εκπλύματα δεν παρουσίαζε καμία αλληλοπαθητική δράση. Συμπεραίνουμε ότι άγνωστος – αλλά όχι φαινολικής φύσεως - χημικός παράγων βελτιώνει το ανταγωνιστικό δυναμικό του Epilobium angustifolium έναντι των φυτών του ιδίου ενδιαιτήματος.


TO MAΣTIΧΟΔΕΝΔΡΟ ΤΗΣ ΧΙΟΥ (Pistacia lentiscus var. chia) ANATOMΙΑ ΚΑΙ EΚΚΡΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΡΗΤΙΝΟΦΟΡΩΝ ΑΓΩΓΩΝ

Θ. Σαββίδης1, Σ. Δαφνής και E. Weryzko-Chmielewska2
1. Τομέας  Boτανικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, GR-54006 Θεσσαλονίκη.

2. Katedra Botaniki, Akademia Rolnicza, PL-20950 Lublin, Poland

 

To μαστιχόδενδρο της Χίου (Pistacia lentiscus var. chia) είναι θάμνος αειθαλής, με ρητινώδη φλοιό όπως και όλα τα άλλα μέλη του ίδιου γένους. Προκαλεί ενδιαφέρον το γεγονός ότι φύεται μόνο στη νήσο Χίου και συγκεκριμένα στο νότιο τμήμα της. Η ρητίνη εξάγεται μετά από αβαθείς τομές, με ειδικά εργαλεία, στο βλαστό και στους μεγαλύτερους κλάδους του δένδρου. Μελετήθηκε η κατανομή, η ανατομία και η ανάπτυξη των ρητινοφόρων αγωγών που είναι υπεύθυνοι για την έκκριση της ρητίνης. Αυτοί εντοπίζονται στο βλαστό, στα φύλλα και στη ρίζα και πάντα στο φλοίωμα του αγωγού ιστού. Είναι σωληνοειδείς δομές που περιβάλλονται από μερικές στιβάδες επιθηλιακών κυττάρων. Εξωτερικά προστατεύονται από τόξα σκληρεγχυματικών ινών και ιδιόβλαστων κυττάρων που περιέχουν κρυστάλλους. Στο μίσχο βρέθηκαν 5 ρητινοφόροι αγωγοί ενώ στην κεντρική νεύρωση του φύλλου 3. Στο μεσόφυλλο εντοπίζονται κάτω από το δρυφακτοειδές παρέγχυμα. Ακόμα βρέθηκαν ρητινοφόροι αγωγοί και στα λέπια των μασχαλιαίων οφθαλμών. Όλοι οι ρητινοφόροι αγωγοί βλαστού, ρίζας, φύλλων κ.λ.π. δημιουργούν ένα ενιαίο σύστημα με πλήρη επικοινωνία. Οι εσωτερικές στοιβάδες των επιθηλιακών κυττάρων αποικοδομούνται και το περιεχόμενό τους γεμίζει το εσωτερικό του αγωγού. Με τον μηχανικό τραυματισμό του φλοιού του βλαστού, εκκρίνεται η ρητίνη για την επούλωση της πληγής. Η παρουσία της ρητίνης προστατεύει το δένδρο από τις μολύνσεις και την αφυδάτωση ιδιαίτερα σε ένα θερμό μεσογειακό περιβάλλον. Στην ιδιαιτερότητα αυτή του δένδρου βασίζεται η παραγωγή της ρητίνης, η οποία στη συνέχεια χρησιμοποιείται ως μαστίχα, στο νησί της Χίου. Ο αριθμός των τομών εξαρτάται από το μέγεθος του βλαστού και μπορεί να φθάσει μερικές φορές τις 100 σε μία περίοδο.  


ΒΙΟΧΗΜΙΚΑ ΕΔΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΕ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΗ ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΑΕΙΦΥΛΛΩΝ

 

Μονοκρούσος Ν.1, Χάλκος Δ.1, Καρρής Γ.1, Παπαθεοδώρου Ε.1, Αργυροπούλου Μ.2, Στάμου Γ.Π.1 και Ι. Διαμαντόπουλος1

1Τομέας Οικολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ 540 06

2Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ 540 06

 

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να ελεγχθεί αν θάμνοι διαφορετικών ειδών μέσω της αρχιτεκτονικής τους και του οργανικού υλικού που παράγουν, διαφοροποιούν τη βιολογική δραστηριότητα και τα χημικά χαρακτηριστικά των πρώτων εκατοστών του εδάφους. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκε ένα σύστημα αειφύλλων, αποτελούμενο από θάμνους 5 διαφορετικών ειδών: Juniperus sp.(κέδρος), Quercus coccifera (πουρνάρι), Globularia sp., Erica sp. (ρείκι) και Thymus sp. (θυμάρι), ενώ ο κενός χώρος αποτέλεσε μία ακόμη θέση δειγματο-ληψίας. Δείγματα συλλέχθηκαν από τα πρώτα 5 cm του εδάφους, κάτω από τους θάμνους, τον Σεπτέμβριο. Οι παράμετροι που μελετήθηκαν ήταν: μικροβιακή δραστηριότητα στους 10οC, μικροβιακή βιομάζα, βιομάζα μυκήτων, ρυθμός ανοργανοποίησης του άνθρακα στους 28οC, οργανικός άνθρακας, οργανικό και ανόργανο (αμμωνιακό και νιτρικό) άζωτο. Από την ανάλυση διακύμανσης προέκυψε ότι οι παραπάνω παράμετροι, με εξαίρεση τη μικροβιακή δραστηριότητα και το ανόργανο άζωτο, διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών ειδών. Ο οργανικός άνθρακας και το άζωτο διαφοροποιούνται όμοια μεταξύ των ειδών, με τα πουρνάρι και κέδρο να εμφανίζουν τις υψηλότερες τιμές ενώ τα υπόλοιπα είδη και ο κενός χώρος συγκροτούν μια δεύτερη ομάδα με χαμηλότερες τιμές. Αντίθετα, ο κενός χώρος διαφοροποιείται πλήρως, ως προς τη μικροβιακή και μυκητιακή βιομάζα, εμφανίζοντας τη χαμηλότερη τιμή. Ως προς τον ρυθμό ανοργανοποίησης του άνθρακα, ο κέδρος καταλαμβάνει το ένα άκρο, εμφανίζοντας τον υψηλότερο ρυθμό, και ο κενός χώρος το άλλο άκρο, ενώ μεταξύ των υπολοίπων ειδών ο ρυθμός δεν διαφοροποιείται. Από τη διαφοροποιό ανάλυση προέκυψε ότι, οι θέσεις δειγματοληψίας διακρίνονται σαφέστατα με βάση τις τιμές της μυκητιακής βιομάζας, του οργανικού αζώτου και της μικροβιακής βιομάζας του εδάφους. Η μικρή συγκέντρωση μυκήτων διαχωρίζει το ρείκι και τον κενό χώρο από τα υπόλοιπα είδη, ενώ το οργανικό άζωτο διαχωρίζει τη Globularia sp. και το θυμάρι (μικρή συγκέντρωση) από τα κέδρο και πουρνάρι.

Η μελέτη χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα PENED (99/164)

 


 Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΛΥΧΝΑΡΙΩΝ

 

Βαλάκου Δ.Π.1 και Σ.Δ. Βαλάκος2

 

13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Χίος. 2Τομέας Φυσιολογίας Ζώων & Ανθρώπου, Τμήμα Βιολογίας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οι γραπτές πηγές και οι παραστάσεις ζώων σε διάφορες μορφές της τέχνης  αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία για την γνώση της πανίδας στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα . Στους παλαιοχριστιανικούς όμως χρόνους, επειδή απουσιάζουν ανάλογες εμπεριστατωμένες αναφορές που να αφορούν την πανίδα του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, είναι αναγκαία η καταφυγή για την άντληση πληροφοριών, σε παραστάσεις ζώων. Τα λυχνάρια αυτής της εποχής, με την πλούσια  θεματολογία τους, μπορούν να αποτελέσουν σχετική πηγή πληροφόρησης Τα ζώα είτε ως κεντρικό θέμα είτε ως συμπληρωματικά της κυρίως παράστασης, αποτελούσαν δημοφιλές θέμα στις παραστάσεις των λυχναριών. Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι η παραστάσεις ζώων με εμφανή ταξινομικά χαρακτηριστικά. H παρούσα ανακοίνωση, βασίστηκε στην εύρεση μερικών παλαιοχριστιανικών λύχνων με παραστά-σεις ζώων, που προέρχονται από εργαστήρια της Μ. Ασίας, σε ανασκαφή που διεξήχθη από την 3η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στην πόλη της Μυτιλήνης κατά τα έτη 1988, 1989 και 1990.  Αυτό το υλικό μαζί με αντίστοιχο υλικό από τη βιβλιογραφία χρησιμοποιήθηκε ώστε να δούμε αν οι παραστάσεις των λυχναριών μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για ζώα  που  έχουν  σήμερα περιορισμένη κατανομή ή έχουν εξαφανιστεί τελείως. Έτσι βρέθηκε ότι στους δίσκους των λυχναριών απεικονίζονται ζώα τα οποία ζούσαν στην περιοχή της Δυτικής  Μικράς  Ασίας και με τα οποία ενδεχομένως υπήρχε άμεση οπτική επαφή. Δεν συναντάμε στο πλήθος των παραστάσεων ζώα όπως ο ελέφαντας, η μαϊμού, ο κροκόδειλος, ο ιπποπόταμος, τα οποία όμως απεικονίζονται σε δίσκους λυχναριών που προέρχονται από την Β. Αφρική .