09:30 – 11:30

8η ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ:  ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ & ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ – ΥΔΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ

Αίθουσα «Συνεδρίων» (2ος Όροφος)

Προεδρείο: Μ. Αποστολοπούλου

09:30 – 09:45

Καρούσου1 Α., Σ. Ορφανίδης2 και Μ. Κεντούρη1,3

1Εργαστήριο Υδατοκαλλιεργειών, Τμήμα Βιολογίας, ΠΚ. 2Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας, 64007 Νέα Πέραμος, Καβάλα, 3Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ, Κρήτη

Καλλιέργεια εδώδιμων μακροφυκών (Polysiphonia sp.). Προκαταρτικά αποτελέσματα

09:45 – 10:00

Ευστρατίου, Μ.Α.

Τμήμα Επιστήμης της Θάλασσας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σαπφούς 5, Μυτιλήνη 81100

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ Salmonella ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ

10:00 – 10.15

Arnold1 G.P., B.A. Block2, G. De Metrio3, J.M. de la Serna4, Κ. Γιαννόπουλος5 και Π. Μεγαλοφώνου5

1CEFAS; Lowestoft Laboratory, Lowestoft, Suffolk, NR33 0HT, UK, 2Hopkins Marine Station, California USA, 3Department of Animal Health and Welfare, University of Bari, Italy, 4Institute of Oceanography, Malaga, Spain, 5Τμήμα Βιολογίας, ΕΚΠΑ

ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ ΤΟΝΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΜΕ ΜΑΡΚΕΣ ΑΝΙΧΝΕΥΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΔΟΡΥΦΟΡΟ

10.15 – 10:30

Γεωργιακάκης, Π.1, Γ. Κουμουνδούρος1,2 και Μ. Κεντούρη1,2

1Τμήμα Βιολογίας, ΠΚ 2Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ Ή ΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΝΗΚΤΙΚΗΣ ΚΥΣΤΗΣ ΣΤΑ ΜΕΡΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΛΑΒΡΑΚΙΟΥ  (Dicentrarchus labrax L.)

10:30 –10:45

Τριάντης1,3 Κ.Α., Γ. Κουμουνδούρος2 και Μ. Κεντούρη1,2

1Βιολογικό τμήμα, ΠΚ, 2Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης, , Ελλάδα, 3Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης.

Επίδραση της θερμοκρασίας στην οντογενετική πλαστικότητα του λαβρακιού (Dicentrarchus labrax, Linnaeus, 1758)

10:45 – 11:00

Καθάριος1 Π., Κ. Καπάτα-Ζούμπου2

και Ι. Ηλιοπούλου-Γεωργουδάκη1

1Βιολογίας, Μονάδα Ρύπανσης και Οικοτοξικολογίας,Τμήμα Βιολογίας, ΠΠ.  2Τμήμα Αιματολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Άγιος Ανδρέας, 26224 Πάτρα

ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΕΝΔΟΠΕΡΙΤΟΝΑΪΚΩΣ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΙΒΕΡΜΕΚΤΙΝΗΣ ΣΕ ΤΣΙΠΟΥΡΑ, Sparus aurata

11:00 – 11:15

Γκάνιας1,2 Κ., Σ. Σωμαράκης2, Α. Μαχιάς2, Ν. Τσιμενίδης2,3 και Α. Θεοδώρου1

1Εργ. Ωκεανογραφίας, Τμήμα Γεωπονίας, ΠΘ, Φυτόκο Βόλος, 2Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (ΙΘΑΒΙΚ). 3Τμήμα Βιολογίας, ΠΚ

Οικολογική σημασία του μεγέθους του αυγού της σαρδέλας και παράμετροι που το επηρεάζουν

11:15 – 11:30

Κονίδης Α. και Κ. Παπακωνσταντίνου

Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Αγ. Κοσμάς, Ελληνικό

Η επίδραση της ποιότητας του νερού στην κατανομή του πληθυσμού και την αλιευτική απόδοση της γαρίδας Penaeus kerathurus στον Αμβρακικό Κόλπο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΕΔΩΔΙΜΩΝ ΜΑΚΡΟΦΥΚΩΝ (Polysiphonia sp.): ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Καρούσου Α.1, Ορφανίδης Σ.,2 Κεντούρη Μ.1,3

1Εργαστήριο Υδατοκαλλιεργειών, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Βασιλικά Βουτών, 71409 Ηράκλειο, Κρήτη,Ταχ.Θυρ.2208. 2Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας, 64007 Νέα Πέραμος, Καβάλα. 3Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ., ΤΘ 2214, 71003, Ηράκλειο, Κρήτη

 

Τα εδώδιμα μακροφύκη αποτελούν σημαντική πηγή πρωτεϊνών, βιταμινών, ιχνοστοιχείων και ινών, περιέχοντας ταυτόχρονα πολύ χαμηλά ποσοστά λιπιδίων. Η σύσταση αυτή τα καθιστά απαραίτητα συμπληρώματα της δυτικής κυρίως διατροφής η οποία περιέχει πλήθος εδεσμάτων πλούσιων σε λιπαρά και υδατάνθρακες. Στην Κρήτη  καταναλώνεται κατά παράδοση από τον πληθυσμό κάποιων περιοχών μακροφύκος του γένους Poly-siphonia., γνωστό ως «σαλάτα του γιαλού». Το φύκος αυτό αναπτύσσεται σε μικρά βάθη (0,5-1 μέτρο) και σε σκληρό υπόστρωμα. Εντοπίστηκε κοντά στα γένη Cystoseira, Gigartina, Fosliella, Ectocarpus και Padina. Ο κόλπος στον οποίο ευδοκιμεί έχει δυτικό προσανατολισμό είναι σχετικά προστατευμένος και δέχεται εισροή γλυκών υδάτων εποχιακά από 3 μικρούς χείμαρρους που καταλήγουν σ’ αυτόν. Το συγκεκριμένο εδώδιμο φύκος Polysiphonia αφθονεί την άνοιξη, μειώνεται σημαντικά το καλοκαίρι και επανεμφανίζεται το φθινόπωρο. Ο πληθυσμός επηρεάζεται αρνητικά από τον έντονο κυματισμό και την παλίρροια. Δείγμα που λήφθηκε από το πεδίο διατηρήθηκε για 11 ημέρες σε ενυδρείο σε συνθήκες εργαστηρίου (αλατότητα 34‰, θερμοκρασία 19ºC  φωτοπερίοδος 12/12). Επίσης έγινε προσπάθεια ελεγχόμενης καλλιέργειάς του με χρήση 3 διαφορετικών θρεπτικών μέσων, υπό 2 διαφορετικές συνθήκες φωτοπεριόδου. Η διατρο-φική και δυνητικά σημαντική οικονομική αξία του φύκους αυτού το καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον για διερεύνηση των δυνατοτήτων καλλιέργειας του. Πέρα από τη διατροφική τους αξία, τα μακροφύκη είναι ένας ανεκμετάλλευτος φυσικός πόρος για τη χώρα μας που μπορεί να δώσει πρωτότυπες ιδέες και αποτελέσματα αξιοποιήσιμα από διάφορες βιομηχα-νίες ζωτικής σημασίας (τροφίμων, ζωοτροφών, καλλυντικών, φαρμάκων).

 


Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ SALMONELLA ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ

Ευστρατίου Μ.Α.

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστήμης της Θάλασσας, Σαπφούς 5, Μυτιλήνη 81100  e-mail: efstratiou@aegean.gr

Μελετήθηκε η σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης των βακτηριακών δεικτών λυματικής μόλυνσης του θαλασσινού νερού με την Salmonella, ένα από τα κοινότερα παθογόνα βακτήρια από όσα έχουν ενοχοποιηθεί για πρόκληση ασθενειών σε κολυμβητές. Ελέγχθηκαν 240 δείγματα νερού που προήλθαν από περιοχές του Σαρωνικού Κόλπου που δέχονται μικροβιακή επιβάρυνση λόγω γειτνίασης με τον Κεντρικό Αποχετευτικό Αγωγό (Κερατσίνι) και την εκβολή του Κηφισού ποταμού. Στα δείγματα αναζητήθηκαν Salmonella spp., ολικά κολοβακτηριοειδή (TC), κοπρανώδη κολοβακτηριοειδή (FC) και κοπρανώδεις στρεπτόκοκκοι (FS) σύμφωνα με τις οδηγίες του Προγράμματος Ελέγχου Ρύπανσης Μεσογείου της WHO. Καταγράφηκε η σχέση μεταξύ συγκέντρωσης κάθε ενός από τους δείκτες ανά 100κ.ε. δείγματος και παρουσίας Salmonella spp. ανά λίτρο νερού. Από τα αποτελέσματα προκύπτει η τιμή για κάθε δείκτη, πάνω από την οποία υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να απομονωθεί σαλμονέλλα από το δείγμα. Για τα ολικά κολοβακτηριοειδή παρατηρείται ότι από TC 102/100 κ.εκ. και πάνω το ποσοστό απομόνωσης Salmonella είναι 19,9%, από TC 103/100 κ.εκ. και πάνω το ποσοστό είναι 28,9%. Για τα κοπρανώδη κολοβακτηριοειδή σημαντική πιθανότητα απομόνωσης Salmonella (22,6%) παρατηρείται για τιμές FC>102/100 κ.εκ. ενώ το ποσοστό απομόνωσης φτάνει στο 28,8% όταν FC>500/100 κ.εκ. Στην περίπτωση των κοπρανωδών στρεπτοκόκκων για FS>102/100 κ.εκ. το ποσοστό απομόνωσης Salmonella είναι 18,7%, αυξανόμενο σε 27,4% για FS>500/100 κ.εκ. Τα ευρήματα δείχνουν ότι όταν σε θαλασσινό νερό οι τιμές απομόνωσης δεικτών προσεγγίζουν τα ανώτερα επιτρεπόμενα όρια τα προβλεπόμενα από την σημερινή Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πιθανότητες απομόνωσης ενός από τα σημαντικά παθογόνα βακτήρια, της Salmonella, είναι τέτοιες που να χρειάζεται εγρήγορση για λόγους προστασίας της Δημόσιας Υγείας.


ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ ΤΟΝΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΜΕ ΜΑΡΚΕΣ ΑΝΙΧΝΕΥΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΔΟΡΥΦΟΡΟ

 

Arnold1 G.P., B.A. Block2, G. De Metrio3, J.M. de la Serna4, Κ. Γιαννόπουλος5 και Π. Μεγαλοφώνου5

1CEFAS; Lowestoft Laboratory, Lowestoft, Suffolk, NR33 0HT, UK

2Hopkins Marine Station, California USA, 3Department of Animal Health and Welfare, University of Bari, Italy, 4Institute of Oceanography, Malaga, Spain, 5Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελλάς

 

Ο σκοπός του TUNASAT, ενός χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή ένωση ερευνητικού προγράμματος μεταξύ Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν η περιγραφή των μεταναστεύσεων και κινήσεων του τόνου (Thunnus thynnus) της Μεσογείου σε σχέση με τις περιοχές ωοτοκίας, η εκτίμηση της πρακτικότητας της χρήσης μαρκών ανιχνευό-μενων με δορυφόρο και η απόκτηση εμπειρίας σε προγράμματα μεγάλων πελαγικών ψαριών. Μεταξύ Ιουνίου 1998 και Σεπτεμβρίου 2000, 84 μεγάλοι τόνοι ιχνηθετήθηκαν με μάρκες που προγραμματίσθη-καν να αποσυνδεθούν ύστερα από 5 έως 300 ημέρες. Οι περισσότερες κατέγραφαν ένα περιορισμένο αριθμό μετρήσεων θερμοκρασίας, ενώ 23 από αυτές (PAT) μετέδιδαν στοιχεία για το βάθος κολύμβησης, τη θερμοκρασία και το γεωγραφικό πλάτος, εκτιμούμενο ανά ημέρα από μετρήσεις της έντασης του φωτός. Τα περισσότερα ψάρια αλιεύθηκαν σε θηνεία των νοτίων ακτών της Ισπανίας, μερικά (22) από ερασιτέχνες ψαράδες στην Κορσική και άλλα (12) με πετονιά στο Αιγαίο. Οι περισσότερες μάρκες εντοπίστηκαν στην επιφάνεια της θάλασσας κοντά στην περιοχή μαρκαρίσματος των ψαριών. Αυτό παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στην Κορσική, που ίσως αποτελεί περιοχή διατροφής των τόνων πριν την ωοτοκία. Στην περιοχή της Ισπανίας οι μάρκες εντοπίστηκαν κοντά στο Γιβραλτάρ, τη Μαδέρα και τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Μία μάρκα εντοπίστηκε στη θάλασσα της Γροιλανδίας 240 ημέρες μετά το μαρκάρισμα, μία κοντά στο θεωρούμενο νοτιότερο όριο παρουσίας του τόνου στον Β. Ατλαντικό μετά από 180 ημέρες, ενώ μία άλλη εντοπίστηκε νότια της Ισλανδίας 60 ημέρες μετά το μαρκάρισμα. Δύο μάρκες ΡΑΤ που ανακτήθηκαν έδωσαν σημαντικά αρχειακά στοιχεία για όλο το διάστημα που τα ψάρια ήταν ελεύθερα.

 


 


ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ Ή ΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΝΗ-

ΚΤΙΚΗΣ ΚΥΣΤΗΣ  ΣΤΑ ΜΕΡΙΣΤΙΚΑ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΤΟΥ ΛΑΒΡΑΚΙΟΥ  (Dicentrarchus labrax L.)

 

Γεωργιακάκης, Π.1, Κουμουνδούρος, Γ.1,2, Κεντούρη, Μ.1,2

1Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης Τ.Θ. 1470 Τ.Κ. 71110 Ηράκλειο, Κρήτη

2Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης Τ.Θ. 1470 Τ.Κ. 71003 Ηράκλειο, Κρήτη

 

Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η επίδραση της θερμοκρασίας εκτροφής, καθώς και της ύπαρξης λειτουργικής ή μη λειτουργικής νηκτικής κύστης στον αριθμό των ακτίνων των πτερυγίων και στην κυμαινόμενη ασυμμετρία (FA) των θωρακικών πτερυγίων του Λαβρακιού.

Από τα αποτελέσματα της μελέτης προκύπτει ότι ο αριθμός των ακτινών κάθε πτερυγίου δεν επηρεάζεται σύμφωνα με ένα γενικό πρότυπο από τους εν λόγω παράγοντες, αλλά αυτά μπορούν να ομαδοποιηθούν, ανάλογα με την επίδραση που εξασκεί στο καθένα ο κάθε παράγοντας. Η διαφοροποίηση αυτή ίσως μπορεί να αποδοθεί είτε στο ότι κάθε χαρακτήρας έχει διαφορετικό οντογενετικό “χρονοδιάγραμμα” ή/και διαφορετικό βαθμό πλαστικότητας, αλλά και στο ότι ο φυλοκαθορισμός στα ψάρια σχετίζεται άμεσα με την θερμοκρασία ανάπτυξής τους.

Η κυμαινόμενη ασυμμετρία θεωρείται μια ελκυστική μέτρηση της, επαγόμενης από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, απόκλισης από ένα υποτιθέμενο ιδανικό πρότυπο ανάπτυξης και διαφοροποίησης ενός ζωντανού οργανισμού, κάτι που αποδεικνύεται στην περίπτωση των θωρακικών πτερυγίων, όπου η μείωση της θερμοκρασίας εκτροφής συνοδεύεται από αύξηση της ασυμμετρίας, στα άτομα με μη λειτουργική νηκτική κύστη. Η απουσία (θετικής ή αρνητικής) συσχέτισης της θερμοκρασίας με την FA, που παρατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις, πιθανότατα οφείλεται στην αδυναμία της FA να χρησιμεύσει σαν απόλυτος δείκτης περιβαλλοντικής καταπόνησης, ή στην αυξημένη θνησιμότητα των ατόμων με αυξημένη ασυμμετρία.


 


ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΝΤΟΓΕΝΕΤΙΚΗ

ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΑΒΡΑΚΙΟΥ (Dicentrarchus labrax LΙΝΝΑΕUS, 1758)

 

Τριάντης1,3 Κ.Α., Γ. Κουμουνδούρος2 και Μ. Κεντούρη1,2

1Βιολογικό τμήμα, ΠΚ, 2Iνστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης, 3Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης

 

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η συγκριτική μελέτη της επίδρασης της θερμοκρασίας στην οντογενετική πλαστικότητα του είδους Dicentrarchus labrax (λαβράκι). Η μελέτη αυτή βασίστηκε στην μέτρηση των ακτίνων των θωρακικών πτερυγίων 623 ατόμων, υπό τέσσερις θερμοκρασιακές συνθήκες ανάπτυξης, με εύρος μήκους από 10.1 έως 29.0 mm TL. Συγκεκριμένα δυο ομάδες ατόμων αναπτύχθηκαν σε σταθερή θερμοκρασία και 20οC αντίστοιχα, τα άτομα της τρίτης ομάδας υπεβλήθησαν σε θερμοκρασία 15οC, μέχρι το μήκος των 5mm και στην συνέχεια τοποθετήθηκαν στους 20οC, ενώ, τα άτομα της τέταρτης ομάδας υπεβλήθησαν σε θερμοκρασία 15οC μέχρι το μήκος των 10mm και μετά τοποθετήθηκαν στους 20οC. Η επίδραση της θερμοκρασίας στην οντογένεση του λαβρακιού μελετήθηκε με αναφορά, τον ρυθμό ανάπτυξης των θωρακικών πτερυγίων και την κυμαινόμενη ασυμμετρία (FΑ). Tα θωρακικά πτερύγια επιλέχθηκαν διότι είναι τα πρώτα που αρχίζουν να αναπτύσσονται και τα τελευταία με ολοκληρωμένο μεριστικό τύπο. Tα χαρακτηριστικά αυτά, τα καθιστούν σημαντικά για τον προσδιορισμό των αναπτυξιακών σταδίων, τόσο με μορφολογικά όσο και με ηθολογικά κριτήρια (ολοκλήρωση κολυμβητικών εξαρτημάτων). Ο πληθυσμός των 15οC διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους πληθυσμούς, παρουσιάζοντας στατιστικά σημαντική μείωση της κυμαινόμενης ασυμμετρίας (FΑ), (p<0,05). Η συγκριτική ανάλυση της οντογενετικής εξέλιξης των θωρακικών πτερυγίων στις τέσσερις θερμοκρασιακές συνθήκες, έδειξε ότι, στη θερμοκρασία των 20 οC, η ολοκλήρωση του συγκεκριμένου χαρακτηρα συμβαίνει σε μικρότερο μήκος (20οC: 16 mm, 15ο:>18mm, 15-5 και 15-10:

 16 mm). Tο ίδιο παρατηρήθηκε στα άτομα των θερμοκρασιακών ομάδων 15οC-5 και 15οC-10. Η οντογενετική πλαστικότητα υπό συνθήκες φυσικές ή

πειραματικές, συζητιεται με αναφορά σε αποτελέσματα προηγούμενων εργασιών μας.


ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΕΝΔΟΠΕΡΙΤΟΝΑΪΚΩΣ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΙΒΕΡΜΕΚΤΙΝΗΣ ΣΕ ΤΣΙΠΟΥΡΑ Sparus aurata

 

Καθάριος1 Π., Κ. Καπάτα-Ζούμπου2 και Ι. Ηλιοπούλου-Γεωργουδάκη1.

1Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Βιολογίας, Μονάδα Ρύπανσης και Οικο-τοξικολο-γίας, Ρίο 26500, 2Τμήμα Αιματολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Άγιος Ανδρέας, 26224 Πάτρα

 

Η ιβερμακτίνη χρησιμοποιείται ευρέως ως αντιπαρασιτικό φάρμακο κατά των θαλασσίων ψειρών σε καλλιεργούμενα σολομοειδή. Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει στοιχεία των τοξικών παρενεργειών ενδοπεριτοναϊκώς χορηγούμενης ιβερμεκτίνης στη τσιπούρα, Sparus aurata σε μονή δόση των 100, 200, 400 και 800 μg kg-1 ψαριού. Για την εκτίμηση της τοξικότητας της ουσίας μελετήθηκαν οι αλλαγές σε επιλεγμένες αιματολογικές παραμέτρους (αιματοκρίτης, αιμοσφαιρίνη, ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια, διαφοροποίηση λευκών αιμοσφαιρίων, γλυκόζη, ηλεκτρολύτες και αλκαλική φωσφατάση), οι ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις και η αλλαγή στη συμπεριφορά των πειραματόζωων για μια περίοδο 35 ημερών μετά την έκθεση. Τα αποτελέσματα έδειξαν μείωση της τιμής του αιματοκρίτη δυο ημέρες μετά την ένεση για τις περισσότερες δόσεις παράλληλα με την αύξηση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης, του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων (λεμφοκυττάρων και μονοκυττάρων) και της γλυκόζης. Δεν καταγράφηκε θνησιμότητα ή ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις των ιστών που εξετάστηκαν. Τα ψάρια στα οποία χορηγήθηκε η υψηλότερη δόση ιβερμεκτίνης παρουσίασαν απώλεια όρεξης, λήθαργο και μεταβολή του χρωματισμού τους κατά την πρώτη εβδομάδα του πειράματος. Όλες οι υπό μελέτη παράμετροι επανήλθαν σε φυσιολογικό επίπεδο με το τέλος του πειράματος δείχνοντας ότι η τοξικότητα της ιβερμεκτίνης είναι χαμηλή και αναστρέψιμη.


ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥς ΤΟΥ ΑΒΓΟΥ ΤΗς ΣΑΡΔΕΛΑς ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ

Γκάνιας Θ. Κ.1,2, Σωμαράκης Σ.2, Μαχιάς Α.2, Τσιμενίδης Ν.2,3, Θεοδώρου Α.1

1Παν/μιο Θεσσαλίας, Τμήμα Γεωπονίας, Εργ. Ωκεανογραφίας, Φυτόκο Βόλος, 2Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (ΙΘΑΒΙΚ), 71003 Ηράκλειο, 3Παν/μιο Κρήτης, Τμήμα Βιολογίας, 71110 Ηράκλειο

Το μέγεθος του αβγού, αν και χαρακτηριστικό του είδους στους τελεό-στεους, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις και μέσα στο ίδιο είδος, προκαλώντας αντίστοιχες διακυμάνσεις σε παραμέτρους που επηρεάζουν τη στρατολόγηση όπως η θνησιμότητα των ιχθυονυμφών και η γονιμότητα. Ιδιαίτερα σε ένα μικρό και πελαγικό είδος ψαριού όπως η σαρδέλα, η αφθονία του οποίου επηρεάζεται άμεσα από την ένταση της στρατο-λόγησης, η γνώση των μηχανισμών που επηρεάζουν το μέγεθος του αβγού έχουν μεγάλη σημασία στην κατανόηση και την πρόβλεψη των ετήσιων διακυμάνσεων των πληθυσμών της.

Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο τα διαφορετικά υποπεριβάλλοντα της παράκτιας κεντρικής Ελλάδας επηρεάζουν το μέγεθος του αβγού των αντίστοιχων πληθυσμών της σαρδέλας. Όπως και σε άλλες μελέτες πεδίου, παρατηρήθηκε μία τάση παραγωγής διαφορετικού μεγέθους αβγού σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Συγκεκριμένα παρατη-ρήθηκε ότι το μέγεθος επηρεάζεται από τη θερμοκρασία και τη συγκέντρωση της χλωροφύλλης της στήλης, καθώς κι από το μέσο ηπατοσωματικό δείκτη των αντίστοιχων πληθυσμών. Με άλλα λόγια, σε περιοχές με θερμότερα νερά και υψηλότερη πρωτογενή παραγωγικότητα το μέγεθος του αβγού τείνει να ελαττώνεται.  Οι διαφορές αυτές πρέπει να σχετίζονται με διαφορετικές τιμές γονιμότητας και θνησιμότητας ιχθυο-νυμφών, προκαλώντας αντίστοιχες μεταβολές στην ένταση της στρατο-λόγησης νεαρών ατόμων στους αντίστοιχους πληθυσμούς της σαρδέλας.

 


Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΓΑΡΙΔΑΣ Penaeus kerathurus ΣΤΟΝ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ ΚΟΛΠΟ

 

Κονίδης Αλέξιος και Κώστας Παπακωνσταντίνου

Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Άγιος Κοσμάς, Ελληνικό 166 04 Αθήνα

 

Η γαρίδα Penaeus kerathurus αποτελεί ένα είδος υψηλής εμπορικής αξίας για την περιοχή της δυτικής Ελλάδας. Η εξάπλωσή της είναι περιορισμένη στην Ελληνική παράκτια ζώνη. Η γαρίδα αυτή απαντάται στη δυτική Ελλάδα (Αμβρακικός κόλπος, ακτογραμμή έως τον Πατραικό κόλπο) καθώς και στο Βόρειο Αιγαίο. Τα αποτελέσματα της εργασίας που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από το ερευνητικό πρόγραμμα 037/98 με χρηματοδότηση από την 14η Γενική Διεύθυνση Αλιείας της Ε.Ε.σχετικά με την παρούσα κατάσταση της αλιείας στη Βόρεια Μεσόγειο. Η παραγωγικότητα της γαρίδας εμφανίζεται πτωτική τα τελευταία 20 χρόνια στις κύριες παραγωγές χώρες στη Βόρεια Μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα). Στον Αμβρακικό κόλπο, φάνηκε ότι η κατανομή – και παραγωγικότητα - με τη μορφή της Αλιείας ανά Μονάδα Αλιευτικής Προσπάθειας (Α.Μ.Α.Π., C.P.U.E.) επηρεάζεται σημαντικά από την φυσική και χημική ποιότητα του νερού στα σημεία της αλιείας. Η σχέση μεταξύ της παραγωγικότητας και τις φυσικές και χημικές παραμέτρους (θερμοκρασία, pH, διαλυμένο οξυγόνο, ολικό άζωτο, ολικός φώσφορος, θείο) βρέθηκε υψηλή (r²=0.938):

 

C.P.U.E.=-150.7*T+868.2*pH+62.9*DO(mg/L)-39.9*DO(%saturation) -225.7*(Ολικό Άζωτο)+294.6*(Ολικό Φώσφορο) – 43.1*(Θείο)

+1402.3*(Χωρική ψευδοπαράμετρος)

 

Η ανάλυση αυτή έδειξε υψηλή θετική ευαισθησία της παραγωγικότητας και της κατανομής από τη θερμοκρασία, την οξύτητα και το διαλυμένο οξυγόνο. Λιγότερο θετική επίδραση έχουν τα θρεπτικά άλατα ενώ έντονα αρνητική επίδραση έχει το θείο (S= από το υδρόθειο). Η χρήση χωρικής ψευδοπαραμέτρου (spatial dummy variable) έδειξε ότι υπάρχει σημαντική ομοιότητα στην κατανομή και παραγωγικότητα στη νότια-ανατολική και βόρεια-δυτική πλευρά του κόλπου.